- γλαυκίῳ
- γλαύκιονjuice of the horned poppyneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γλαυκιώ — γλαυκιῶ ( άω) (μτχ. ενεστ. γλαυκιόων) (Α) 1. ρίχνω άγρια βλέμματα, «ασπρίζει το μάτι μου από θυμό» («γλαυκιόων δ ἰθὺς φέρεται μένει» ο λέων Όμ.) 2. αστράφτουν τα μάτια μου («γλαυκιὸων το βλέμμα και ἐπέραστον προσβλέπων») 3. (για άψυχα) λάμπω… … Dictionary of Greek
γλαυκιῶ — γλαυκίζω to be bluish grey fut ind act 1st sg (attic epic doric) γλαυκιάω glaring fiercely pres imperat mp 2nd sg γλαυκιάω glaring fiercely pres subj act 1st sg (attic epic ionic) γλαυκιάω glaring fiercely pres ind act 1st sg (attic epic ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)